- μάζης
- μά̱ζης , μᾶζαbarley-cakefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μάζης, Αλκίνοος — (1904 – 1980). Φυσικός και εκπαιδευτικός. Υπηρέτησε σε διάφορα σχολεία της μέσης εκπαίδευσης, ανάμεσα στα οποία και στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1936 37) και στη συνέχεια τοποθετήθηκε ως καθηγητής φυσικής στη Βαρβάκειο… … Dictionary of Greek
Патры — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей … Википедия
κόρυνθος — κόρυνθος, ὁ (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) «μάζης ψωμός», είδος ζυμαρικού 2. ως κύριο όν. ὁ Κόρυνθος προσωνυμία τού Απόλλωνος στην Ασίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κορυνθεύς] … Dictionary of Greek
Κρυονερίδας, δήμος — Νέος δήμος (2.330 κάτ.) του νομού Χανίων, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Βρυσών, Αποκορρώνου, Αλικάμπου, Βαφέ, Εμπροσνέρου, Μάζης και Νίπους, οι οποίες καταργήθηκαν. Έδρα του δήμου ορίστηκε ο… … Dictionary of Greek
Φονές — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.) στην πρώην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μάζης … Dictionary of Greek
Χάμπαθα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Αποκορώνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μάζης … Dictionary of Greek
ἀτιμάζῃς — ἀτῑμάζῃς , ἀτιμάζω hold in no honour pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)